- πρόκοιτος
- -ον, Α1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή2. θαλαμηπόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόκοιτος — one who keeps watch before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοίτοις — πρόκοιτος one who keeps watch before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοίτου — πρόκοιτος one who keeps watch before masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοίτους — πρόκοιτος one who keeps watch before masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοίτων — πρόκοιτος one who keeps watch before masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοίτῳ — πρόκοιτος one who keeps watch before masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκοιτοι — πρόκοιτος one who keeps watch before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκοιτον — πρόκοιτος one who keeps watch before masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοιτία — και προκοιτεία, ἡ, Α [πρόκοιτος] φρούρηση μιας θέσης … Dictionary of Greek
προκοιτώ — έω, Α [πρόκοιτος] φρουρώ μπροστά από μια θέση … Dictionary of Greek